ἕρπει

ἕρπει
ἕρπω
serpo)
pres ind mp 2nd sg
ἕρπω
serpo)
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • έρπω — και σέρπω (Α ἕρπω) προχωρώ σερνόμενος με την κοιλιά πάνω στο έδαφος ή στηριζόμενος στα χέρια και στα γόνατα νεοελλ. 1. ταπεινώνομαι μπροστά σε ισχυρούς, φέρομαι δουλικά, τούς κολακεύω χαμερπώς για να επιτύχω ιδιοτελείς σκοπούς 2. (για φύλλα… …   Dictionary of Greek

  • αγριάδα — Με την ονομασία αυτή είναι γνωστά τέσσερα είδη φυτών. Τα φυτά αυτά, που ανήκουν στην οικογένεια των αγρωστιδών, λέγονται επιστημονικά αγρόπτερο το έρπον, κυνόδους ο δάκτυλος, πυνικό το έρπον και δακτυλοπόα η αιμάσσουσα διγιταρία η αιματώδης. Το… …   Dictionary of Greek

  • ερπετό — και σερπετό, το (AM ἑρπετόν Α και αιολ. τ. ὄρπετον, Μ και ἑρπετό και ‘ρπετό και σερπετό) κάθε ζώο που έρπει με την κοιλιά, κυρίως το φίδι νεοελλ. 1. γένος φιδιών τής οικογένειας τών κολουβριδών 2. στον πληθ. τα ερπετά η τρίτη ομοταξία τών… …   Dictionary of Greek

  • καλάμι — Κοινή ονομασία του βοτανικού είδους αρούνδος ο δόναξ, της οικογένειας των αγρωστωδών (μονοκοτυλήδονα). Είναι φυτό πολυετές, με ρίζωμα που σύρεται και βλαστό (καλάμι) κοίλο, διαμέτρου 3 6 εκ. και ύψους 3 7 μ., στην κορυφή του οποίου εμφανίζεται… …   Dictionary of Greek

  • ολκαίος — ὁλκαῑος, αία, ον, ιων. τ. θηλ. ὁλκαίη (Α) [ολκή] 1. (για πλοίο) αυτός που σύρεται, που ρυμουλκείται 2. (για φίδι) αυτός που έρπει 3. (για δρόμο) οφιοειδής («ἕρπει ἀτραπὸν ὁλκαίην δολιχῷ μηρύγματι γαστρός», Νίκ.) 4. αλλεπάλληλος, διαδοχικός… …   Dictionary of Greek

  • JONIUM Mare dicitur — non quod Ioniam allnit, sed quodinter Siciliam et Graeciam interfusum, Macedoniam, Epirum, Achaiam et Peloponnesum ad Occid. attingit; il mar Gionio diony s. idem facit cum Hadriatico mari v. 92. Κεῖθεν δ᾿ εὐρυνθεῖσα τιταίνεται Α᾿δρΐας ἅλμη Πρὸς… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • VITIS Aurea — in Templo Hierosoly mitano secundo, celebris olim, e qua boti inusitatâ magnitudine dependebant, supra ipsum Templi ostium et quidem supra coronas aureas et argenteas, intra quas aureae catenae suspensae erant, fuit collocata. Docet autem… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αγγουριά — (cucumis sativus).Μονοετές ποώδες φυτό, που αριθμεί πολλά είδη με κυριότερα, εκτός από την α., την κόκκινη κολοκυθιά, τη φασολιά και τη φλασκιά. Ο βλαστός του φυτού α. είναι σαρκώδης και δεν μπορεί να στηριχτεί μόνος του, γι’ αυτό αναρριχάται… …   Dictionary of Greek

  • αμφίσβαινα — (amphisbaena).Γένος λεπιδωτών ερπετών της οικογένειας των αμφισβαινιδών. Ζουν σε περιοχές της τροπικής Αμερικής μέσα σε σωρούς κοπριάς ή σε υπόγειες φωλιές τερμιτών. Δεν έχουν πόδια και το δέρμα τους είναι μαλακό, καλυμμένο με τετράγωνες φολίδες… …   Dictionary of Greek

  • βατραχόψαρο — Ψάρι τελεόστεο, γνωστό επιστημονικά ως λοφίας οαλιεύς (lophius piscatorius). Το μεγάλο κεφάλι του και το μπροστινό μέρος του σώματός του είναι πεπλατυσμένα, γι’ αυτό πολύ λίγο προεξέχει από την επιφάνεια του αμμώδους ή λασπώδους βυθού, στον οποίο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”